Dictionary of Greek. 2013.
κατάκρης — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκρας — (Α, ιων. τ. κατάκρης) επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας] … Dictionary of Greek